- τολουυλένιο
- το, Νχημ. άλλη ονομασία τής χημικής ένωσης στιλβένιο.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. toluylene < tolu- (< ισπ. tolu < Santiago de Tolu, τοπωνύμιο τής Κολομβία) + κατάλ. -yl και -ene τής χημ. ορολογίας].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στιλβένιο — το, Ν χημ. 1. ακόρεστος και αρωματικός υδρογονάνθρακας που χρησιμοποιείται για την παρασκευή χρωστικών υλών, αλλ. τολουυλένιο ή 1, 2 διφαινυλαιθυλένιο 2. φρ. «χρώματα τού στιλβενίου» τάξη χρωστικών υλών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ.… … Dictionary of Greek